- πυκνογονίδιο
- το, Ν1. παλαιότερος όρος για το γονίδιο που σχηματίζεται μέσα στο πυκνίδιο2. στον πληθ. τα πυκνογονίδια(ζωολ. -παλαιοντ.) ομοταξία θαλάσσιων αρθροπόδων που απαντούν σε όλες τις θάλασσες, από την παράκτια ζώνη μέχρ6ι την άβυσσο, δηλαδή μέχρι 7.000 μέτρα βάθος, όπου βαδίζουν στον πυθμένα κοντά στα υδρόζωα και τα βρυόζωα, τα οποία αποτελούν την κύρια τροφή τους, αλλ. παντόποδα.
Dictionary of Greek. 2013.